Εργατικά / ΕΦΚΑ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ 5ο Μέρος


Άρθρο 36
Ρυθμίσεις ΟΑΕΕ

1. α) Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 13 του π.δ. 258/2005 (Α΄ 316) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Η βεβαίωση χορηγείται και σε ασφαλισμένο του ΟΑΕΕ, εφόσον το ποσό των οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών του στον Οργανισμό δεν ξεπερνά τις είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ και έχει συμψηφιστεί ή παρακρατείται, σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 61 του ν. 3863/2010 (Α’ 115), όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 43 του ν. 3996/2011 (Α’ 170), και είτε έχει υποβάλει αίτηση για συνταξιοδότηση είτε έχει υπαχθεί στην περίπτωση α της παραγράφου 1 του άρθρου 30 του π.δ. 258/2005 (Α’ 316), όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 49 του ν. 3996/2011 (Α’ 170).»
β) Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 13 του π.δ. 258/2005 (Α΄ 316) αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Οι συμβολαιογράφοι καθώς και κάθε αρμόδια κατά νόμο αρχή υποχρεούνται να αρνηθούν τη σύνταξη συμβολαιογραφικής πράξης μεταβίβασης Δ.Χ. αυτοκινήτου ή την έκδοση απόφασης οριστικής παραίτησης ή ανάκλησης του δικαιώματος της άδειας κυκλοφορίας Δ.Χ. αυτοκινήτου, αν ο ενδιαφερόμενος δεν προσκομίσει τη βεβαίωση της παραγράφου 3.»
γ) Στο τέλος του πρώτου εδαφίου του άρθρου 11 της υπ’ αριθμ. Φ80000/7228/308/07.09.2006 Υπουργικής Απόφασης (Β’ 1397) διαγράφεται η τελεία και προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«ή αυτή να έχει εκδοθεί βάσει του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 13 του π.δ. 258/2005 (Α’ 316).»

2. α) Η παράγραφος 5 του άρθρου 9 του ν. 3050/2002 (Α’ 214), όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 25 του ν. 3846/2010 (Α’ 66) ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«5. α) Ιδιοκτήτες τουριστικών καταλυμάτων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του ν. 2160/1993 (Α’ 118) και του π.δ. 33/1979 (Α’ 10), όπως ισχύουν, και γενικά όλων των κυρίων και μη κυρίων καταλυμάτων με το ειδικό σήμα λειτουργίας του ΕΟΤ, α) δυναμικότητας έντεκα (11) δωματίων και άνω και με έδρα σε περιοχές της περίπτωσης α της παραγράφου 1 και β) δυναμικότητας από έξι (6) μέχρι και δέκα (10) δωματίων, ασφαλίζονται υποχρεωτικά στον ΟΑΕΕ, στην 1η ασφαλιστική κατηγορία, με έκπτωση ποσοστού τριάντα τοις εκατό (30%) στο ποσό αυτής.
Εφόσον ο μέσος όρος του εισοδήματός τους από την επαγγελματική δραστηριότητα για τρία (3) έτη από τη δημοσίευση του παρόντος, όπως αυτός προκύπτει από τα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., δεν υπερβαίνει το 400πλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη, όπως ίσχυε στις 31.12.2011, παραμένουν στην 1η ασφαλιστική κατηγορία με την ως άνω έκπτωση και δεν υποχρεούνται στην ανά τριετία μετάταξη σε ανώτερη ασφαλιστική κατηγορία του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του π.δ. 258/2005 (Α’ 316). Η ίδια ρύθμιση ισχύει εφεξής και για κάθε τριετία εφόσον ο μέσος όρος του ως άνω εισοδήματος από την επαγγελματική δραστηριότητα δεν υπερβαίνει το 400πλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη, όπως ίσχυε στις 31.12.2011.
Εφόσον ο ως άνω μέσος όρος υπερβαίνει το 400πλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη, όπως ίσχυε στις 31.12.2011, οι υπαγόμενοι στο πρώτο εδάφιο παραμένουν στην 1η ασφαλιστική κατηγορία αλλά χωρίς έκπτωση και εφεξής υποχρεούνται στην ανά τριετία μετάταξη σε ανώτερη ασφαλιστική κατηγορία του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του π.δ. 258/2005 (Α’ 316).
Ο ΟΑΕΕ, μετά την παρέλευση τριών (3) ετών από τη χορήγηση της ανωτέρω διευκόλυνσης, έχει το δικαίωμα, οποτεδήποτε, του επανελέγχου της άσκησης της δραστηριότητας και των εισοδημάτων των δικαιούχων. Κατά τον επανέλεγχο εξετάζεται πάντα ο μέσος όρος των εισοδημάτων της προηγούμενης τριετίας. Το δικαίωμα αυτό έχει και ο ασφαλισμένος στις περιπτώσεις υπαγωγής στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ λόγω εισοδηματικών κριτηρίων, μετά την παρέλευση τουλάχιστον τριών (3) ετών από την υπαγωγή του στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ.
β) Ιδιοκτήτες τουριστικών καταλυμάτων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του ν. 2160/1993 (Α’ 118) και του π.δ. 33/1979 (Α’ 10), όπως ισχύουν, και γενικά όλων των κυρίων και μη κυρίων καταλυμάτων με το ειδικό σήμα λειτουργίας του ΕΟΤ δυναμικότητας έως και πέντε (5) δωματίων, ασφαλίζονται στον ΟΓΑ, εφόσον ο μέσος όρος του εισοδήματός τους από την επαγγελματική δραστηριότητα για τρία (3) έτη από τη δημοσίευση του παρόντος, όπως αυτός προκύπτει από τα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., δεν υπερβαίνει το 400πλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη, όπως ίσχυε στις 31.12.2011. Η ίδια ρύθμιση ισχύει εφεξής και για κάθε τριετία εφόσον ο μέσος όρος του ως άνω του εισοδήματος από την επαγγελματική δραστηριότητα δεν υπερβαίνει το 400πλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη, όπως ίσχυε στις 31.12.2011.
Εφόσον ο ως άνω μέσος όρος υπερβαίνει το 400πλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη, όπως ίσχυε στις 31.12.2011, οι υπαγόμενοι στο πρώτο εδάφιο υπάγονται εφεξής στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ.
Μετά την παρέλευση της πρώτης τριετίας, ο αρμόδιος κατά περίπτωση Οργανισμός έχει το δικαίωμα του επανελέγχου, οποτεδήποτε, της άσκησης της δραστηριότητας και των εισοδημάτων των δικαιούχων. Κατά τον επανέλεγχο εξετάζεται πάντα ο μέσος όρος των εισοδημάτων της προηγούμενης τριετίας. Το δικαίωμα αυτό έχει και ο ασφαλισμένος στις περιπτώσεις υπαγωγής στην ασφάλιση του κατά περίπτωση Οργανισμού λόγω εισοδηματικών κριτηρίων, μετά την παρέλευση τουλάχιστον τριών (3) ετών από την υπαγωγή του στην ασφάλιση του κατά περίπτωση Οργανισμού.»
β) Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται από την 01.07.2012.
γ) Για όσους, έως την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης, ασφαλίζονταν στον ΟΓΑ, η ασφάλιση που έχει χωρήσει παραμένει ισχυρή και δεν αναζητούνται εισφορές από τον ΟΑΕΕ. Αντίστοιχα, η ασφάλιση που έχει χωρήσει στον ΟΑΕΕ παραμένει ισχυρή και δεν αναζητούνται εισφορές από τον ΟΓΑ.

3. Στο τέλος του άρθρου 61 του ν. 3863/2010 (Α’ 115), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 43 του ν. 3996/2011 (Α’ 170), προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4. α) Ειδικά για τους δικαιούχους του ΟΑΕΕ, το ανώτατο όριο της παραγράφου 2 είναι το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ.
β) Σε περίπτωση διαδοχικής ασφάλισης, το παρόν άρθρο εφαρμόζεται από τον τελευταίο ασφαλιστικό φορέα. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, καθορίζεται η διαδικασία εσωτερικής κατανομής και καταβολής του ως άνω ποσού μεταξύ των ασφαλιστικών φορέων, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.»


4. Η παράγραφος 9 του άρθρου 9 του ν. 3050/2002 (Α’ 214), όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 25 του ν. 3846/2010 (Α’ 66) ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«9. Στην υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. υπάγονται τα φυσικά πρόσωπα ή τα μέλη εταιρειών οποιασδήποτε μορφής, καθώς και τα μέλη του Δ.Σ. της Α.Ε. με ποσοστό τουλάχιστον 3%, που εγκαθιστούν φωτοβολταϊκά συστήματα συνολικής ισχύος πάνω από 20kW, είτε σε κτιριακή εγκατάσταση που χρησιμοποιείται για κατοικία ή στέγη επιχείρησης, είτε σε αγροτεμάχια ή οικόπεδα, σε όλη την επικράτεια.
Εξαιρούνται από την υποχρεωτική ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. και ασφαλίζονται στην 7η ασφαλιστική κατηγορία του Ο.Γ.Α. οι κατά κύριο επάγγελμα, τουλάχιστον για μία πενταετία, αγρότες, όπως ορίζονται από το Μητρώο Αγροτών, καθώς και τα φυσικά πρόσωπα που εντάσσονται σε επιδοτούμενα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης νέων γεωργών, που εγκαθιστούν φωτοβολταϊκά συστήματα συνολικής ισχύος μέχρι 100kW».

5. Ασφαλισμένοι του ΟΑΕΕ μπορούν με αίτησή τους να επιλέξουν την κατάταξή τους στην αμέσως κατώτερη ή στη δεύτερη κατώτερη ασφαλιστική κατηγορία κλάδου σύνταξης του π.δ. 5/2007 και να παραμείνουν σε αυτήν έως τις 31.12.2014 εφόσον, κατά την υποβολή της αίτησης, α) δεν έχουν ληξιπρόθεσμη οφειλή ή β) έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση και είναι ενήμεροι. Η κατάταξη στην κατώτερη κατηγορία αρχίζει από το αμέσως επόμενο προς έκδοση και μετά την αίτηση δίμηνο και ισχύει για όσο διάστημα είναι ενήμεροι στην καταβολή των τρεχουσών εισφορών και στις δόσεις της τυχόν ρύθμισης. Αν ο ασφαλισμένος δεν είναι ενήμερος, επανέρχεται αυτοδικαίως στην κατηγορία στην οποία βρισκόταν πριν την αίτηση του πρώτου εδαφίου, στην οποία επανέρχονται υποχρεωτικά από την 01.01.2015 και όλοι οι ασφαλισμένοι που έχουν κάνει χρήση της διάταξης αυτής. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από γνώμη του Δ.Σ. του Οργανισμού, καθορίζονται η διαδικασία, ο τρόπος, κάθε λεπτομέρεια και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης.

Άρθρο 37
Ρυθμίσεις ασφαλιστικών θεμάτων
1. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 30 του ν. 2084/1992 (Α΄68) η φράση «ή συνταξιούχων λόγω γήρατος τυφλών και από τους δύο οφθαλμούς» διαγράφεται.

2. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 30 του Ν.2084/1992 προστίθεται εδάφιο ως ακολούθως:
«Το επίδομα απολύτου αναπηρίας του άρθρου 42 του Ν.1140/1981, όπως ισχύει μέχρι σήμερα, χορηγείται στους τυφλούς οι οποίοι ασφαλίστηκαν μετά την 01/01/1993 σε φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης».

3. Στην περίπτωση α της παραγράφου 5 του άρθρου 5 του ν. 3232/2004 (Α’ 48), η φράση «80%» αντικαθίσταται από τη φράση «67%».

4. Στην περίπτωση ε της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του ν. 3232/2004 (Α’ 48), η φράση «, που δεν επιδέχεται εφαρμογής τεχνητού μέλους» διαγράφεται.

5. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 20 του ν. 2556/97 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Προκειμένου για τα παιδιά, τα εγγόνια και τους προγονούς που συμπλήρωσαν το 18ο έτος της ηλικίας τους πριν από την εισαγωγή τους σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές και εφόσον η εισαγωγή τους σε αυτές τις σχολές γίνει μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος με αυτό της ενηλικίωσης, το δικαίωμα σε σύνταξη, καθώς και το δικαίωμα προσαύξησης της σύνταξης γι αυτά, παρατείνεται για το χρονικό διάστημα μεταξύ του επόμενου της ενηλικίωσης μήνα και μέχρι το μήνα έναρξης του ακαδημαϊκού έτους.

6. Στο δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α) της παραγράφου 2 του άρθρου 26 του ν. 4038/2012 (Α’ 14), η λέξη «ευρώ» διαγράφεται.

7. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 10 του άρθρου 61 του ν. 3996/2011 (Α΄170) αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«Η μηνιαία εισφορά, υπέρ του Τομέα Υγείας Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (ΤΥΜΕΔΕ) του Κλάδου Υγείας του ΕΤΑΑ, των συνταξιούχων του Τομέα Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (ΤΣΜΕΔΕ), ορίζεται σε ποσοστό 10% επί των καταβαλλόμενων συντάξεων της περίπτωσης α) της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του ν. 3518/2006 (Α΄272), όπως κάθε φορά διαμορφώνεται ».


8. Το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης γ. της παραγράφου 4 του άρθρου 5 του ν. 3232/2004 (Α΄48), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει αντικαθίσταται ως εξής:
«Κατά την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης οι δύο αδελφοί απαιτείται να είναι ορφανοί και από τους δύο γονείς ή ο εν ζωή γονέας να έχει συμπληρώσει το 75ο έτος της ηλικίας του ή εν ζωή γονέας να είναι ανάπηρος με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω.


9. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 του ν. 4024/2011 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Από 1/1/2012 και εφεξής, εξαιρούνται της ανωτέρω μείωσης οι μερισματούχοι του Μ.Τ.Π.Υ. που συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις των ν. 1897/1990 (Α΄120) και του άρθρου 6 του ν. 3620/2007 (Α΄276)»



Άρθρο 38
Προμηθευτικοί Συνεταιρισμοί
Με τη σύμφωνη γνώμη των συνταξιούχων μελών Προμηθευτικών Συνεταιρισμών, αποδεικνυόμενη με κάθε μέσο ιδίως με τις αιτήσεις εγγραφής των συνταξιούχων μελών των Συνεταιρισμών, επιτρέπεται η παρακράτηση ποσού της καταβαλλόμενης σύνταξής τους από τον ασφαλιστικό τους φορέα κλάδου κύριας και επικουρικής σύνταξης και η ταυτόχρονη απόδοσή του στον Προμηθευτικό Συνεταιρισμό στον οποίο είναι μέλη, για την εξόφληση πάσης φύσεως οφειλών τους προς τον Προμηθευτικό Συνεταιρισμό.
Το ύψος του μηνιαίως παρακρατούμενου ποσού δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο του ποσού της εκάστοτε καταβαλλόμενης μηνιαίας δόσης της οφειλής των συνταξιούχων προς τους Προμηθευτικούς τους Συνεταιρισμούς.
Η παρακράτηση των ανωτέρω ποσών δε συνιστά σε καμία περίπτωση εκχώρηση απαίτησης, αλλά πάγια εντολή των συνταξιούχων προς τους Προμηθευτικούς Συνεταιρισμούς στους οποίους είναι μέλη.


Άρθρο 39
Ρυθμίσεις ΤΑΠΙΤ
1. «Η Περιφερειακή Υπηρεσία Πειραιά του ΤΑ.Π.Ι.Τ. επιπέδου Τμήματος καταργείται. Οι προβλεπόμενες αρμοδιότητες του καταργούμενου Τμήματος θα ασκούνται από τις αντίστοιχες οργανικές μονάδες της Γʼ Διεύθυνσης Εφάπαξ Παροχών της Κεντρικής Υπηρεσίας του ΤΑ.Π.Ι.Τ.. Το προσωπικό που υπηρετεί στο Περιφερειακό Τμήμα Πειραιά τοποθετείται με απόφαση του αρμοδίου οργάνου στην Κεντρική Υπηρεσία του ΤΑ.Π.Ι.Τ.»

2. «Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΑΠΙΤ και του ΤΕΑΙΤ, δύναται να ανατίθεται στο ΤΕΑΙΤ ο έλεγχος των εργοδοτών που απασχολούν μισθωτούς που υπάγονται στην ασφάλιση του Τομέα Πρόνοιας Υπαλλήλων Εμπορικών Καταστημάτων του ΤΑΠΙΤ, η βεβαίωση των οφειλόμενων από αυτούς ασφαλιστικών εισφορών καθώς και η είσπραξη των εισφορών αυτών για λογαριασμό του Τομέα Πρόνοιας Υπαλλήλων Εμπορικών Καταστημάτων του ΤΑΠΙΤ. Στην ανάθεση αυτή δύναται να συμπεριλαμβάνεται και η ρύθμιση από το ΤΕΑΙΤ των ληξιπρόθεσμων ασφαλιστικών εισφορών που οφείλονται προς τον Τομέα Πρόνοιας Υπαλλήλων Εμπορικών Καταστημάτων του ΤΑΠΙΤ, η χορήγηση ασφαλιστικής ενημερότητας στους ενήμερους εργοδότες, η υποβολή μηνυτήριας αναφοράς για μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών, καθώς και η επιστροφή από το ΤΕΑΙΤ για λογαριασμό του Τομέα Πρόνοιας Υπαλλήλων Εμπορικών Καταστημάτων του ΤΑΠΙΤ αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών. Με την ίδια απόφαση ορίζεται ο χρόνος έναρξης και η διάρκεια της ανάθεσης, τα αρμόδια όργανα για την έκδοση των σχετικών αποφάσεων και την επίλυση των αναφυομένων διαφορών και αμφισβητήσεων, οι εκατέρωθεν υποχρεώσεις, ο τρόπος απόδοσης των εισπραττομένων από το ΤΕΑΙΤ στο ΤΑΠΙΤ, η καταβλητέα προς το ΤΕΑΙΤ αποζημίωση, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την υλοποίηση του άρθρου αυτού».


Άρθρο 40
ΒΟΗΘΕΙΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ


1. Η περίπτωση γ) της παραγράφου 6 της περίπτωσης Β του άρθρου 138 του ν. 4052/2012 (Α’ 41) αντικαθίσταται ως εξής:
«γ) Για τη χρηματοδότηση της παροχής κατ’ οίκον φροντίδας των ασφαλισμένων, θεσμοθετείται από 01.05.2012 η παροχή ποσοστού 0,2% των συνολικών ετήσιων εσόδων από εισφορές των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης κύριας ασφάλισης, αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, του Δημοσίου και του ΝΑΤ. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί να τροποποιείται το ύψος του ποσοστού της εισφοράς, να καθορίζονται περισσότερες κατηγορίες υπόχρεων καταβολής, να ρυθμίζονται οι διαδικασίες είσπραξης, καθώς και κάθε άλλο αναγκαίο σχετικό θέμα.»
2. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης α της παραγράφου 9 της περίπτωσης Β του άρθρου 138 του ν. 4052/2012 (Α’ 41), που είναι το εξής: «- δύο μέλη ΔΕΠ ή ΕΠ ΑΕΙ με εξειδίκευση στους τομείς της κοινωνικής ασφάλισης και πρόνοιας που ορίζονται από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης» αντικαθίσταται ως εξής:
« - έναν εκπρόσωπο της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ατόμων με Αναπηρία (ΕΣΑμεΑ) με τον αναπληρωτή του, οι οποίοι προτείνονται από την ΕΣΑμεΑ,
- Έναν εκπρόσωπο της Ομοσπονδίας Συνταξιούχων Ελλάδας με τον αναπληρωτή του, οι οποίοι ορίζονται από την ανωτέρω Ομοσπονδία.»

Άρθρο 41
Αναγνώριση χρόνου εργασίας

1. Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 17 του ν.3863/2010 αντικαθίστανται από τότε που ίσχυσαν ως εξής : «Ο νέος Πίνακας Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων εφαρμόζεται από 1.1.2012. Όσοι απασχολούνται σε εργασίες ή επαγγέλματα, τα οποία εξαιρούνται από τον νέο Πίνακα Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων, εξακολουθούν να ασφαλίζονται σύμφωνα με αυτόν, εφόσον έως 31-12-2011, οι μεν υπαχθέντες για πρώτη φορά σε φορέα κοινωνικής ασφάλισης έως 31.12.1992 έχουν πραγματοποιήσει τουλάχιστον 3.600 ημέρες ασφάλισης σε βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, οι δε ασφαλισμένοι σε φορέα κοινωνικής ασφάλισης από 1.1.1993 και εφεξής τουλάχιστον 3.375 ημέρες ασφάλισης σε βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα.
Όσοι απασχολούνται σε εργασίες ή επαγγέλματα, τα οποία εξαιρούνται από τον νέο Πίνακα Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων, δύνανται, κατόπιν σχετικής αίτησης, να αναγνωρίσουν με εξαγορά το χρόνο πραγματικής απασχόλησής τους κατά το διάστημα από 1-1-2012 έως 31-12-2015 σε εργασίες ή επαγγέλματα τα οποία εξαιρούνται από τον νέο Πίνακα των ΒΑΕ, προκειμένου να συμπληρώσουν τις ελάχιστες προϋποθέσεις χρόνου ασφάλισης, ήτοι 3.600 ημέρες ασφάλισης στα ΒΑΕ εκ των οποίων οι 1000 την τελευταία 13ετία πριν από την συμπλήρωση του προβλεπόμενου ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης για τους υπαχθέντες για πρώτη φορά σε φορέα κοινωνικής ασφάλισης έως 31.12.1992 ή 3.375 για τους ασφαλισμένους από 1.1.1993 και εφεξής .
Η εξαγορά του παραπάνω χρόνου που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 1.200 ημέρες ασφάλισης , γίνεται στο μεν ΙΚΑ-ΕΤΑΜ για κάθε μήνα με ποσοστό εισφοράς 3,60% στους δε φορείς επικουρικής ασφάλισης με ποσοστό εισφοράς 2% επί του 25πλασίου του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη όπως αυτό ίσχυε την 31.12.2011 . Η εξόφληση του ποσού της εξαγοράς γίνεται είτε εφάπαξ εντός τριμήνου από την κοινοποίηση της σχετικής απόφασης αναγνώρισης οπότε παρέχεται έκπτωση 15% είτε σε μηνιαίες δόσεις ο αριθμός των οποίων ισούται με τον αριθμό των αναγνωριζόμενων μηνών με παρακράτηση του ποσού κάθε δόσης από τη σύνταξη».

Άρθρο 42
Ρυθμίσεις ΕΤΑΠ ΜΜΕ

1. Η εισφορά των εκδοτών εφημερίδων και περιοδικών του εδαφίου γ της παραγράφου 1 των άρθρων 33 του β.δ. 29.05/25.06.1958 «Περί εγκρίσεως καταστατικού ΤΑΕΤΑ» (Α’ 96) και της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν.δ. 166/21-25.09.1973 (Α’ 233) καθώς και η εισφορά των τυπογραφικών επιχειρήσεων της παραγράφου 6 του άρθρου 8 του ν. 2556/1997 (Α’ 270) κατά το χρονικό διάστημα από 01.01.2012 έως και 31.12.2013 καθορίζεται σύμφωνα με το εδάφιο δ της παραγράφου 1 του άρθρου 33 του ως άνω β.δ. 29.05/25.06.1958, εφόσον οι θέσεις εργασίας στις επιχειρήσεις αυτές καθ’όλο το χρονικό αυτό διάστημα ισούνται με ή υπερβαίνουν τον μέσο όρο των θέσεων εργασίας του Ιανουαρίου του έτους του 2012, σύμφωνα με τις μισθοδοτικές καταστάσεις που υπέβαλαν στο ΕΤΑΠ – ΜΜΕ.

Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ο χρόνος ισχύος της παρούσας διάταξης μπορεί να παραταθεί για χρονικό διάστημα έως και πέντε έτη.

2. Η παράγραφος 4 του άρθρου 4 του ν. 1186/1981 (Α’ 202) καταργείται από την 01.01.2012. Ασφαλισμένοι οι οποίοι έως την 31.12.2011 κατέβαλαν την πρόσθετη εισφορά του καταργούμενου άρθρου και δεν έχουν συνταξιοδοτηθεί, δικαιούνται να συνταξιοδοτηθούν νωρίτερα από το προβλεπόμενο εκάστοτε όριο ηλικίας κατά δέκα (10) ημέρες για κάθε έτος πληρωμής της ανωτέρω προσαύξησης.

3. Επιχειρήσεις Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (Μ.Μ.Ε.) που απασχόλησαν ή θα απασχολήσουν από 1-1-2010 μέχρι 31-12-2014 επιδοτούμενους ανέργους των Τομέων του ΕΤΑΠ-ΜΜΕ, μπορούν να συμψηφίσουν ασφαλιστικές εισφορές με το ποσό που αντιστοιχεί στην ήδη καταβληθείσα επιδότηση, εφόσον δεν έχουν απολύσεις ανά έτος που υπερβαίνουν το ποσοστό του 5% των εργαζομένων.



Άρθρο 43
«Τροποποιήσεις του ν. 3869/2010 για τη ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και προαγωγή της διαφάνειας στη λειτουργία της ασφαλιστικής αγοράς»


1. Στο τέλος του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 (Α’ 130) προστίθεται παράγραφος που έχει ως εξής:
«Δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα φυσικά πρόσωπα που διενεργούν κατά σύνηθες επάγγελμα εμπορικές πράξεις, αν είναι αυτοαπασχολούμενοι, δεν απασχολούν κατά τελευταία τέσσερα έτη πριν την κατάθεση της αίτησης πέραν του ενός εργαζόμενου σε σχέση εξαρτημένης εργασίας και οι οφειλές από τις εμπορικές πράξεις δεν υπερβαίνουν το ποσόν των είκοσι πέντε χιλιάδων ευρώ».
2. α. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 3869/2010 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Ο οφειλέτης μπορεί, πριν ή μετά την υποβολή της αίτησης, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης και χωρίς να υφίσταται στάση της δίκης, να επιδιώκει την επίτευξη συμβιβασμού με τους πιστωτές.»
β. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν. 3869/2010 καταργείται.
γ. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 4 του ν. 3869/2010 η φράση «να προσκομίσει: α) τη βεβαίωση που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 2 και β) υπεύθυνη δήλωση» αντικαθίσταται από τη φράση «να προσκομίσει υπεύθυνη δήλωση».
δ. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 4 του ν. 3869/2010 η φράση «σε έξι μήνες» αντικαθίσταται από τη φράση «σε ένα έτος».
3. α. Το περιεχόμενο του άρθρου 5 του ν. 3869/2010 καθίσταται παράγραφος 1 και προστίθενται στο τέλος του άρθρου παράγραφοι 2 και 3 ως εξής:
«2. Αν εκχωρηθεί απαίτηση πιστωτή προς τρίτους, ο εκδοχέας που δεν έχει κύρια κατοικία ή έδρα στην ελληνική επικράτεια οφείλει να ορίσει αντίκλητο στην ελληνική επικράτεια κατά το άρθρο 142 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και να τον γνωστοποιήσει στον οφειλέτη. Μέχρι την γνωστοποίηση τεκμαίρεται ως αντίκλητος ο τελευταίος εκχωρητής της απαίτησης με κύρια κατοικία ή έδρα στην ελληνική επικράτεια. Η υποχρέωση αυτή καταλαμβάνει και τις εκχωρήσεις απαιτήσεων πιστωτών που έχουν πραγματοποιηθεί πριν την έναρξη ισχύος της παρούσης.
3. Η αμοιβή των δικαστικών επιμελητών για τις επιδόσεις που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο εφαρμογής του παρόντος νόμου δεν μπορεί να υπερβαίνει το εβδομήντα της εκατό της ελάχιστης προβλεπόμενης για επίδοση δικογράφου αμοιβής.»
β. Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του ν. 3869/2010, όπως τροποποιείται παραπάνω, τίθεται σε ισχύ έξι μήνες μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
4. α) Μετά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 3869/2010 προστίθεται εδάφιο που έχει ως ακολούθως:
«Σε περίπτωση αίτησης αναστολής πλειστηριασμού εφαρμόζεται η παράγραφος 3 του άρθρου 938 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.»
β) Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 3869/2010 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:
«Αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης μπορεί να ζητηθεί σύμφωνα με τους όρους της παρούσας και μετά την έκδοση οριστικής απόφασης, εφόσον έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα έφεση από τον οφειλέτη.
γ) Στην παράγραφο 2 του άρθρου 6 του ν. 3869/2010 μετά τη φράση «Το Δικαστήριο μπορεί» προστίθεται η φράση «ανεξαρτήτως εκτελεστικής διαδικασίας».
5. Στο τέλος του άρθρου 7 του ν. 3869/2010 προστίθεται παράγραφος που έχει ως εξής:
«7. Το άρθρο 208 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας εφαρμόζεται και κατά τη συζήτηση της αίτησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4.»
6. Μετά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του ν. 3869/2010 προστίθεται εδάφιο ως ακολούθως:
«Σε περίπτωση που πιστωτής δεν έχει ενταχθεί στο σχέδιο διευθέτησης του οφειλέτη και δεν έχει ασκηθεί από αυτόν κύρια παρέμβαση το δικαστήριο ρυθμίζει και τις απαιτήσεις αυτού κατά το άρθρο 744 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ή διατάζει την κλήτευσή του κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 748 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ορίζοντας νέα δικάσιμο».
7. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του ν. 3869/2010 η φράση «τεσσάρων ετών» αντικαθίσταται από τη φράση «πέντε ετών» και μετά το εδάφιο αυτό προστίθεται τα ακόλουθα εδάφια:
«Το κατά το προηγούμενο εδάφιο χρονικό διάστημα αρχίζει με την κατάθεση της αίτησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4 στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο. Σε περίπτωση που οι πραγματοποιηθείσες μετά την κατάθεση της αίτησης καταβολές στους πιστωτές υπολείπονται αυτών που ορίζονται με την απόφαση του δικαστηρίου, ο οφειλέτης έχει το δικαίωμα να εξοφλήσει, εντόκως από την έκδοση της απόφασης, το υπολειπόμενο ποσόν μέχρι το έκτο έτος από την κατάθεση της αίτησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4 ή μέσα σε ένα έτος από την έκδοση της απόφασης με επιτόκιο αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προσαυξημένο κατά δυόμισι εκατοστιαίες μονάδες.»
8. Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται και για εκκρεμούσες αιτήσεις, εφόσον η συζήτηση της αίτησης πραγματοποιείται μετά την πάροδο ενός έτους από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και με έναρξη του χρονικού διαστήματος των πέντε ετών της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του ν. 3869/2010 από τη δημοσίευση αυτή.
9. Στο τέλος της παραγράφου 5 του άρθρου 8 του ν. 3869/2010 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:
«Το δικαστήριο δύναται να περιορίσει μετά από αίτημα του οφειλέτη, το χρονικό διάστημα της ρύθμισης μέχρι τα τρία έτη, που πάντως δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 35 έτη, αν κρίνει ότι η προσωπική και οικονομική κατάσταση του οφειλέτη δεν δικαιολογούν την προσδοκία για οποιαδήποτε μελλοντική καταβολή.»
10. Στο έβδομο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010 η φράση «τα είκοσι έτη.» αντικαθίσταται από τη φράση «τα είκοσι έτη, εκτός αν η προσωπική κατάσταση του οφειλέτη και η ανάγκη εξυπηρέτησης της οφειλής δικαιολογούν μεγαλύτερη διάρκεια».
11. Μετά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του ν. 3869/2010 προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής:
«Το ίδιο αποτέλεσμα και με τους ίδιους όρους επέρχεται και στην περίπτωση που ο οφειλέτης παραλείψει δολίως να συμπεριλάβει πιστωτές στην κατάσταση της περίπτωσης β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 4.»
12. Στο τέλος του άρθρου 14 του ν. 3869/2010 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:
«Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 8 εφαρμόζεται και στην περίπτωση που η απόφαση σε δεύτερο βαθμό υποχρεώνει τον οφειλέτη σε πρόσθετες καταβολές για το διανυθέν από την κατάθεση της αίτησης χρονικό διάστημα.»
13. α. Στο άρθρο 982 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθενται παράγραφος 4 με το ακόλουθο περιεχόμενο:
«4. Απαιτήσεις του οφειλέτη από καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα είναι ακατάσχετες μέχρι του ποσού των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ για ατομικό τραπεζικό λογαριασμό και δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ για κοινό τραπεζικό λογαριασμό. Το όριο του ακατάσχετου υπολογίζεται με βάση το σύνολο των τραπεζικών καταθέσεων του οφειλέτη. Ο οφειλέτης, με υπεύθυνη δήλωση προς ένα εκ των πιστωτικών ιδρυμάτων, μπορεί να προσδιορίζει τον λογαριασμό για τον οποίο θα ισχύει το ακατάσχετο. Εφό